ηλεκτροπαραγωγός

ηλεκτροπαραγωγός
αυτός που παράγει ηλεκτρισμό («ηλεκτροπαραγωγός μηχανή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο-* + παραγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτροπαραγωγός σταθμός — Εγκατάσταση που προορίζεται για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ύστερα από τον μετασχηματισμό άλλων μορφών ενέργειας που υπάρχουν στη φύση. Για να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια, πρέπει να περιστραφεί με ορισμένη ταχύτητα μια ηλεκτρική γεννήτρια που… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρογόνος — ο αυτός που παράγει ηλεκτρισμό, ο ηλεκτροπαραγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + γονος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυ γόνος, ζωο γόνος] …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροπαραγωγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτροπαραγωγή ή στον ηλεκτροπαραγωγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτροπαραγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • θερμοηλεκτρικός σταθμός — Σταθμός που κινείται από θερμικούς κινητήρες (ντίζελ, ατμοστρόβιλους, αεριοστρόβιλους). Βλ. λ. ηλεκτροπαραγωγός σταθμός· υδράργυρος …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροπαραγωγικός, -ή, -ό — και ηλεκτροπαραγωγός, ός, ό αυτός που παράγει ηλεκτρισμό: Τελευταία ιδρύθηκαν και στην Ελλάδα μεγάλες ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”